- αναξήρανση
- [-ις (-εως)] η сушка, высушивание, просушивание; осушение
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
αναξήρανση — η (Α ἀναξήρανσις) [ἀναξηραίνω] ξήρανση, αποξήρανση, στέγνωμα … Dictionary of Greek
αναξηραίνω — (Α ἀναξηραίνω) (Ν και αναξεραίνω) κάνω κάτι ξερό, ξεραίνω εντελώς, αποξηραίνω νεοελλ. μέσ. χάνω την υγρότητά μου ή τη δροσερότητα μου, μαραίνομαι, στεγνώνω αρχ. 1. οδηγώ σε εξάντληση, σε μαρασμό 2. παθ. σκουπίζομαι, στεγνώνομαι μετά το λουτρό.… … Dictionary of Greek
αναξηρασία — ἀναξηρασία, η (Α) [ἀναξηραίνω] η αναξήρανση … Dictionary of Greek